- ψίνω
- Α(κρητ. τ.) βλ. φθίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
ψίσις — εως, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπώλεια». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ψίνομαι, μέσ. τ. τού ρ. ψίνω] … Dictionary of Greek
ψινάζω — και ψεινάζω και ψηνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «ψινάζει ἀπορρεῑ τὰ ἀσθενῆ τοῡ καρποῡ, φυλλορροεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψίνομαι «ρίχνω τα φύλλα μου» (βλ. λ. ψίνω)] … Dictionary of Greek